αντιπροεδρία

αντιπροεδρία
η
το αξίωμα του αντιπροέδρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιπρόεδρος — ο ο αναπληρωτής του προέδρου (το αξίωμα: αντιπροεδρία). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πρόεδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η λ. αντιπροεδρία (< αντιπρόεδρος) μαρτυρείται από τό 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό… …   Dictionary of Greek

  • Άγκνιου, Σπάιρους — (Σπύρος Αναγνωστόπουλος, ΗΠΑ 1918 – 1996). Ελληνοαμερικανός νομικός και πολιτικός. Γιος Έλληνα μετανάστη από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Βαλτιμόρης. Πήρε μέρος στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στον πόλεμο της Κορέας …   Dictionary of Greek

  • Ζαβιτσάνος, Κωνσταντίνος — (1878 – 1946). Νομικός και πολιτικός. Αρχικά, εργάστηκε ως δικαστής και στη συνέχεια εγκατέλειψε τον δικαστικό κλάδο και ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στην Ιταλία και στη Γαλλία. Το 1910 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής και το 1912 έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Κένεντι, Τζον Φιτζέραλντ — (John Fitzgerald Kennedy, Μπρούκλιν 1917 – Ντάλας 1963). Αμερικανός πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1960 63). Ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας ιρλανδικής καταγωγής, δευτερότοκος γιος του επιχειρηματία Τζόζεφ Κένεντι, ο οποίος διετέλεσε πρεσβευτής των …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

  • Μπότασης — Οικογένεια Σπετσιωτών που καταγόταν από το Κρανίδι, μέλη της οποίας διέπρεψαν στο ναυτικό εμπόριο και πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην Επανάσταση. 1. Γκίκας (1761 1831). Ενίσχυσε την Επανάσταση και, με τη συνεργασία της Μπουμπουλίνας και άλλων …   Dictionary of Greek

  • Νκρουμάχ, Κουαμέ — (Kwame Nkrumah, Nκρόφουλ 1909 – Bουκουρέστι 1972). Γκανέζος πολιτικός. Σπούδασε στις Hνωμένες Πολιτείες όπου, το 1939, πήρε δίπλωμα οικονομικών επιστημών και κοινωνιολογίας και είχε τις πρώτες του πολιτικές εμπειρίες· στη συνέχεια πήγε στην… …   Dictionary of Greek

  • Ράκοζι Ματίας — (Rakosi, 1892 – 1963). Ούγγρος πολιτικός. Μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ουγγαρίας, διετέλεσε επίτροπος του λαού για το εμπόριο στην κυβέρνηση του Μπέλα Κουν (1919). Μετά τη κατάλυση του επαναστατικού καθεστώτος στην Ουγγαρία, πήγε ως… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • αντιπρόεδρος — ο αναπληρωτής του προέδρου· ουσ. αντιπροεδρία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”